ουδέτερος
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | ουδέτερος | ουδέτερη | ουδέτερο |
γενική | ουδέτερου | ουδέτερης | ουδέτερου |
αιτιατική | ουδέτερο | ουδέτερη | ουδέτερο |
κλητική | ουδέτερε | ουδέτερη | ουδέτερο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | ουδέτεροι | ουδέτερες | ουδέτερα |
γενική | ουδέτερων | ουδέτερων | ουδέτερων |
αιτιατική | ουδέτερους | ουδέτερες | ουδέτερα |
κλητική | ουδέτεροι | ουδέτερες | ουδέτερα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ουδέτερος < αρχαία ελληνική οὐδέτερος
Επίθετο[επεξεργασία]
ουδέτερος -η -ο
- που δεν παίρνει θέση, που δεν τάσσεται υπέρ της μιας ή της άλλης άποψης σχετικά με ένα θέμα, ο αμέτοχος, ο αδιάφορος
- ουδέτερη άποψη
- ουδέτερο έδαφος
- (κατ' επέκταση) για κράτος (ή χώρα) που παραμένει αμέτοχο σε πόλεμο
- (γραμματική) γένος ονόματος, επιθέτου ή μετοχής, που δεν είναι ούτε αρσενικό ούτε θηλυκό
- (γραμματική) για ρήμα του οποίου η διάθεση σημαίνει κατάσταση
- (χημεία) για διάλυμα που δεν είναι ούτε όξινο ούτε αλκαλικό