ουδετερότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ουδετερότητα οι ουδετερότητες
      γενική της ουδετερότητας των ουδετεροτήτων
    αιτιατική την ουδετερότητα τις ουδετερότητες
     κλητική ουδετερότητα ουδετερότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ουδετερότητα < ουδέτερος + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική neutralité)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /u.ðe.teˈro.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ου‐δε‐τε‐ρό‐τη‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ουδετερότητα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]