ιδιότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιδιότητα οι ιδιότητες
      γενική της ιδιότητας των ιδιοτήτων
    αιτιατική την ιδιότητα τις ιδιότητες
     κλητική ιδιότητα ιδιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιδιότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰδιότης από την αιτιατική «τὴν ἰδιότητα»

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.ðiˈo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐δι‐ό‐τη‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ιδιότητα θηλυκό

  1. (μαθηματικά) ιδιότητες των αριθμών, των σχημάτων κλπ.
    στο σύνταγμα η ιδιότητα του βουλευτή παρέχει δικαστική ασυλία
  2. χαρακτηριστικό, γνώρισμα μιας κατηγορίας προσώπων ή πραγμάτων ή ενός μεμονωμένου ατόμου και κατάστασης
    η ιδιότητα του μαθητή, του καθηγητή, του φοιτητή, του ενοικιαστή, του ιδιοκτήτη ακινήτου κ.ο.κ.
    η ιδιότητα της ελαστικότητας, του φθόνου, της φιλομάθειας, της αγωγιμότητας κ.ο.κ.
  3. η κατάσταση του να ανήκει κάποιος σε ένα σύνολο ή να έχει κάποια θέση που να του δίνει υποχρεώσεις ή/και δικαιώματα
    η ιδιότητα του διαχειριστή αποδίδεται στο Βικιλεξικό μετά από ψηφοφορία
  4. (βάσεις δεδομένων) συνώνυμο του γνώρισμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]