feature

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

feature < αγγλονορμανδική feture

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈfiːtʃə/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
feature features

feature (en) (μετρήσιμο)

  1. το χαρακτηριστικό, το γνώρισμα, κάτι σημαντικό, ενδιαφέρον ή τυπικό ενός τόπου ή πράγματος
    The ability to reproduce is one of the features of every living organism.
    H ικανότητα αναπαραγωγής είναι ένα από τα χαρακτηριστικά κάθε ζωντανού οργανισμού.
    a common/distinctive feature - ένα κοινό/χαρακτηριστικό γνώρισμα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη characteristic
  2. (συνήθως στον πληθυντικό) τα χαρακτηριστικά, τα γνωρίσματα της φυσιογνωμίας κάποιου
    a man with handsome features - ένας άντρας με ωραία χαρακτηριστικά
    He has the features of his father/his mother.
    Έχει τα χαρακτηριστικά του πατέρα/της μητέρας του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη characteristic
  3. ειδικό άρθρο ή πρόγραμμα, μια ειδική στήλη ή πρόγραμμα για κάποιον ή κάτι στον τύπο
    a feature in six columns - ειδικό άρθρο σε έξι στήλες
  4. (πληροφορική) η δυνατότητα, για συσκευή, λογισμικό, κλπ.
    It has eight unique features you won’t find anywhere else.
    Έχει οχτώ μοναδικές δυνατότητες που δεν θα βρείτε πουθενά αλλού.

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας feature
γ΄ ενικό ενεστώτα features
αόριστος featured
παθητική μετοχή featured
ενεργητική μετοχή featuring

feature (en)

  1. (μεταβατικό) παρουσιάζω, συμπεριλαμβάνω ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ή πράγμα ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό
    a film which features a new actress - φιλμ που παρουσιάζει μια καινούρια ηθοποιό
  2. (αμετάβατο) εμφανίζομαι, υπάρχω, έχω σημαντικό ρόλο σε κάτι
    Does marriage feature in your future plans?
    Εμφανίζεται/Υπάρχει γάμος στα μελλοντικά σας σχέδια;

Πηγές[επεξεργασία]