πρόγραμμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρόγραμμα < αρχαία ελληνική πρόγραμμα < προγράφω < πρό + γράφω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική programme)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.ɣɾa.ma/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρόγραμμα ουδέτερο
- προγραμματισμός, καταγραφή και γνωστοποίηση κάποιων ενεργειών, εκδηλώσεων κ.λπ. που πρόκειται να συμβούν ή να γίνουν
- το έντυπο στο οποίο καταγράφονται τέτοιες πληροφορίες
- συστηματική προσπάθεια και μέθοδος
- Διαβάζει με πρόγραμμα
- (μηχανολογία) η προγραμματισμένη εκ των προτέρων εκτέλεση κάποιων εργασιών και ενεργειών μιας ηλεκτρομηχανικής κατασκευής, χωρίς την εκ των υστέρων παρέμβαση (π.χ. πλυντήριο ρούχων)
- (πληροφορική) ειδικό λογισμικό ηλεκτρονικού υπολογιστή, που έχει γραφεί σε κάποια γλώσσα προγραμματισμού και βοηθάει τον χρήστη του σε κάποια εργασία του
- (πληροφορική) σύνολο συμβολικών εντολών κατάλληλα διατεταγμένων ώστε να οδηγήσουν προγραμματιζόμενη ηλεκτρονική συσκευή στην εκτέλεση συγκεκριμένης εργασίας (π.χ. Η/Υ, μικροελεγκτής, κλπ)
- ≈ συνώνυμα: εφαρμογή, λογισμικό
- βλέπε: γλώσσα προγραμματισμού
- βλέπε πρόγραμμα υπολογιστή και υλικολογισμικό στη Βικιπαίδεια
Συγγενικά[επεξεργασία]
- απρογραμμάτιστα
- απρογραμμάτιστο
- απρογραμμάτιστος
- προγραμματάκι
- προγραμματίζω
- προγραμματικά
- προγραμματικός
- προγραμματισμός
- προγραμματιστής
- προγραμματίστρια
- → δείτε τις λέξεις προ, γράμμα και γράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μηχανολογία (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)