schedule
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
schedule < παλαιά γαλλική cedule < υστερολατινική schedula < λατινική scheda < αρχαία ελληνική σχέδη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
schedule | schedules |
schedule (en)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
schedule (en)
- προγραμματίζω κάτι για μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή