scheduled
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]scheduled (en) (χωρίς παραθετικά)
- σχεδιασμένος, προγραμματισμένος για κάτι
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]scheduled (en)
scheduled (en) (χωρίς παραθετικά)
scheduled (en)