παθητική φωνή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παθητική φωνή < → δείτε τις λέξεις παθητικός και φωνή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
παθητική φωνή θηλυκό
- (γραμματική) η φωνή του ρήματος που δείχνει ότι το υποκείμενο παθαίνει κάτι ή δέχεται μια ενέργεια (Χρειάζεται επέκταση και παραδείγματα - διευκρίνιση για τη διαφορά φωνής (μορφολογικών καταλήξεων) και διάθεσης)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ενεργητική φωνή
- μέση φωνή
- μεσοπαθητική φωνή
- → δείτε και τους όρους διάθεση και παθητική διάθεση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παθητική φωνή