διάθεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διάθεση | οι | διαθέσεις |
γενική | της | διάθεσης* | των | διαθέσεων |
αιτιατική | τη | διάθεση | τις | διαθέσεις |
κλητική | διάθεση | διαθέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαθέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διάθεση < αρχαία ελληνική διάθεσις < διατίθημι < διά + τίθημι (=θέτω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διάθεση θηλυκό
- Η όρεξη για κάποια δραστηριότητα
- Ήρθε στη δουλειά με κέφι και καλή διάθεση
- το να διαθέτεις (δίνεις, χορηγείς ή πωλείς) σε κάποιον άλλον χρήματα, αγαθά, υπηρεσίες
- το να διαθέτεις τον εαυτό σου σε κάποιον, να είσαι έτοιμος να προσφέρω τις υπηρεσίες σου
- οι παίκτες της ομάδας επέστρεψαν από τις διακοπές τους και τέθηκαν στη διάθεση του προπονητή
- στη διάθεση της υπηρεσίας: για δημόσιους υπαλλήλους που δεν έχουν τοποθετηθεί σε οργανική θέση
- (γραμματική) ιδιότητα του ρήματος, η οποία αφορά τη σχέση της ενέργειας που αυτο εκφράζει προς το υποκείμενο και η οποία είναι ανεξάρτητη από τη φωνή
- ενεργητική διάθεση όταν ενεργεί το υποκείμενο (π.χ. χτυπώ το κουδούνι)
- μέση διάθεση όταν το υποκείμενο ενεργεί αλλά και ταυτόχρονα είναι δέκτης της ενέργειάς του (π.χ. χτυπιέμαι, οδύρομαι)
- παθητική διάθεση όταν το υποκείμενο δέχεται την ενέργεια άλλου (π.χ. χτυπήθηκα από αυτοκίνητο, το παράθυρο έκλεισε από το δυνατό άνεμο)
- ουδέτερη διάθεση όταν το ρήμα εκφράζει μια ενεργειακή κατάσταση χωρις δράση (κοιμάμαι)
- αυτός που είναι έτοιμος να χρησιμοποιηθεί αν υπάρξει ανάγκη
- (λογιστική, για εμπορεύματα και προϊόντα) αφορά την αποθήκευση, την προετοιμασία για πώληση, την προώθηση, την διαφήμιση, την παράδοση στους πελάτες, κλπ.
- ↪ έξοδα διάθεσης
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Η φωνή του ρήματος (ενεργητική ή παθητική στα νέα ελληνικά) αναφέρεται μόνον στον γραμματικό τύπο ή στη μορφή της κατάληξης (π.χ. -ω ή -ομαι)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διάθεση
διάθεση