humeur
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]humeur < λατινικά humor
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| humeur | humeurs |
humeur (fr) θηλυκό
humeur < λατινικά humor
| ενικός | πληθυντικός |
| humeur | humeurs |
humeur (fr) θηλυκό