Μετάβαση στο περιεχόμενο

humeur

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

humeur < λατινικά humor

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /y.mœʁ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
humeur humeurs

humeur (fr) θηλυκό

  • η διάθεση, το κέφι
    il est de bonne humeur - είναι καλοδιάθετος
    il est de mauvaise humeur - είναι κακοδιάθετος