disposition
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]disposition (en)
- η διάθεση να κάνω κάτι
- η προδιάθεση, η ιδιοσυγκρασία, ο χαρακτήρας
- η διάταξη, ο τρόπος με τον οποίο διατάσσεται, διευθετείται κάτι
- η τοποθέτηση, η στάση κάποιου απέναντι σε κάτι
- Ηe has a friendly disposition toward animals. - Έχει μια φιλική στάση/Είναι φιλικά τοποθετημένος απέναντι στα ζώα.
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- disposition < λατινική dispositio
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
disposition | dispositions |
disposition (fr) θηλυκό
- η διάθεση να κάνω κάτι
- η προδιάθεση, η ιδιοσυγκρασία, ο χαρακτήρας
- η διάταξη, ο τρόπος με τον οποίο διατάσσεται, διευθετείται κάτι
- η τοποθέτηση, η στάση κάποιου απέναντι σε κάτι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη disposer