ιδιοσυγκρασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιδιοσυγκρασία < (ελληνιστική κοινή) ἰδιοσυγκρασία
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιδιοσυγκρασία θηλυκό
- ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο αντιδρά κι εκδηλώνει ένα άτομο τα αισθήματα και, γενικά, τον ψυχικό του κόσμο
- (ιατρική) ο τρόπος που αντιδρά κάποιος, κυρίως λόγω κάποιας αλλεργικής ευαισθησίας, σε συγκεκριμένα ερεθίσματα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιδιοσυγκρασία
|