ονομαστική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὀνομαστική

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ονομαστική οι ονομαστικές
      γενική της ονομαστικής των ονομαστικών
    αιτιατική την ονομαστική τις ονομαστικές
     κλητική ονομαστική ονομαστικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ονομαστική < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀνομαστική, θηλυκό του ὀνομαστικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.no.ma.stiˈci/
ομόηχο: ονομαστικοί
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐νο‐μα‐στι‐κή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ονομαστική θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ονομαστική

Πηγές[επεξεργασία]