δοτική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | δοτική | δοτικές |
γενική | δοτικής | δοτικών |
αιτιατική | δοτική | δοτικές |
κλητική | δοτική | δοτικές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δοτική < αρχαία ελληνική δοτική, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου δοτικός < δίδωμι
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δοτική θηλυκό
- (γραμματική) μια από τις πτώσεις των ονομάτων σε διάφορες γλώσσες όπως τα αρχαία ελληνικά, τα λατινικά, τα γερμανικά κλπ· συχνά δηλώνει το πρόσωπο στο οποίο καταλήγει η ενέργεια του ρήματος, αλλά χρησιμοποιείται επίσης για τη δήλωση επιρρηματικών εννοιών και μετά από συγκεκριμένες προθέσεις
- Στις φράσεις «δόξα τω Θεώ», «τοις μετρητοίς» κ.ά έχουμε επιβίωση στα νέα ελληνικά μιας αρχαίας δοτικής
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Με την αρχαία ελληνική δοτική ταυτίστηκαν οι αρχαιότερες πτώσεις της τοπικής και της οργανικής
- Στα νέα ελληνικά η δοτική έχει δώσει τη θέση της σε εμπρόθετα με τις προθέσεις σε και με, πλην όμως συνεχίζεται να χρησιμοποιείται και στη δημοτική σε πάγιες εκφράσεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δοτική
Κλιτή μορφή επιθέτου[επεξεργασία]
δοτική θηλυκό
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | δοτική | δοτικά | δοτικαί |
Γενική | δοτικῆς | δοτικαῖν | δοτικῶν |
Δοτική | δοτικῇ | δοτικαῖν | δοτικαῖς |
Αιτιατική | δοτικήν | δοτικά | δοτικάς |
Κλητική | δοτική | δοτικά | δοτικαί |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δοτική θηλυκό
- η δοτική πτώση
Κλιτή μορφή επιθέτου[επεξεργασία]
δοτική θηλυκό
- θηλυκό του δοτικός, στην ονομαστική και την κλητική του ενικού