με

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
με < μετά με αποβολή της δεύτερης συλλαβής, όταν ακολουθούσε άρθρο

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /me/ (άτονο, προφέρεται μαζί με την επόμενη ή τις επόμενες λέξεις)

Πρόθεση

[επεξεργασία]

με πρόθεση που δηλώνει:

  1. συνοδεία, συντροφιά, παρέα
    Διαβάζω με τη Μαρία.
  2. συνύπαρξη
    Θέλει να ζήσει με τη Μαρία.
  3. τρόπο
    Αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες με ψυχραιμία.
  4. μέσο ή όργανο
    Θα ταξιδέψουμε με πλοίο.
    Οι εργάτες σκάβουν με τις αξίνες.
  5. σχέση ή αναφορά
    Έχει εμμονή με την καθαριότητα.
    Δεν άντεξα με όσα άκουγα κι έβαλα τις φωνές.
  6. ισότητα, ομοιότητα, συμφωνία, φιλική ή εχθρική επικοινωνία
    Είναι το ίδιο ψηλός με το Γιώργο.
    Μοιάζει πολύ με τον πατέρα της.
    συμφώνησαν με τους διευθυντές
    έχει στεναχωρηθεί με όσα της είπα
  7. καιρικές συνθήκες
    Θα μειωθεί η παραγωγή με τόση ζέστη.
  8. ψυχική κατάσταση
    γέλασε με την καρδιά της
  9. ιδιοκτησία, κυριότητα, κατοχή
    οικογένεια με δύο αυτοκίνητα
  10. χαρακτηριστικό, ιδιότητα, περιεχόμενο
    ψηλή με εκφραστικό βλέμμα
    άνθρωπος με θάρρος
    ποτήρι με νερό
  11. χρόνο ή χρονικό όριο
    Γύρισε στο σπίτι με το βραδάκι.
    Να κάνομε διακοπές 10 με 20 του μήνα;
  12. ποσό, αντάλλαγμα
    πληρώνομε με ευρώ
  13. αντίθεση, εναντίωση (ισοδυναμεί με το παρά)
    με τόσες δυσκολίες είναι αξιοπρεπής


Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

[επεξεργασία]

με

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

[επεξεργασία]

με

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]
η προσωπική αντωνυμία
  α' πρόσωπο β' πρόσωπο γ' πρόσωπο
πτώσεις ενικός
ονομαστική ἐγώ σύ
γενική ἐμοῦ, μου σοῦ, σου (οὗ)
δοτική ἐμοί, μοι σοί, σοι οἷ, οἱ
αιτιατική ἐμέ, με σέ, σει ()
κλητική (οὗτος) (αὕτη)
πτώσεις πληθυντικός
ονομαστική ἡμεῖς ὑμεῖς (σφεῖς)
γενική ἡμῶν ὑμῶν (σφῶν)
δοτική ἡμῖν ὑμῖν (σφίσι(ν))
αιτιατική ἡμᾶς ὑμᾶς (σφᾶς)
κλητική
πτώσεις δυϊκός
α' πρόσωπο β' πρόσωπο γ' πρόσωπο
ονομαστ.αιτιατ. νώ, νῶϊ σφώ, σφῶϊ
γενική-δοτική νῷν σφῷν
Παράρτημα:Γραμματική: Αντωνυμίες