με
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- με < μετά με αποβολή της δεύτερης συλλαβής, όταν ακολουθούσε άρθρο
Προφορά
[επεξεργασία]Πρόθεση
[επεξεργασία]με πρόθεση που δηλώνει:
- συνοδεία, συντροφιά, παρέα
- ↪ Διαβάζω με τη Μαρία.
- συνύπαρξη
- ↪ Θέλει να ζήσει με τη Μαρία.
- τρόπο
- ↪ Αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες με ψυχραιμία.
- μέσο ή όργανο
- ↪ Θα ταξιδέψουμε με πλοίο.
- ↪ Οι εργάτες σκάβουν με τις αξίνες.
- σχέση ή αναφορά
- ↪ Έχει εμμονή με την καθαριότητα.
- ↪ Δεν άντεξα με όσα άκουγα κι έβαλα τις φωνές.
- ισότητα, ομοιότητα, συμφωνία, φιλική ή εχθρική επικοινωνία
- ↪ Είναι το ίδιο ψηλός με το Γιώργο.
- ↪ Μοιάζει πολύ με τον πατέρα της.
- ↪ συμφώνησαν με τους διευθυντές
- ↪ έχει στεναχωρηθεί με όσα της είπα
- καιρικές συνθήκες
- ↪ Θα μειωθεί η παραγωγή με τόση ζέστη.
- ψυχική κατάσταση
- ↪ γέλασε με την καρδιά της
- ιδιοκτησία, κυριότητα, κατοχή
- ↪ οικογένεια με δύο αυτοκίνητα
- χαρακτηριστικό, ιδιότητα, περιεχόμενο
- ↪ ψηλή με εκφραστικό βλέμμα
- ↪ άνθρωπος με θάρρος
- ↪ ποτήρι με νερό
- χρόνο ή χρονικό όριο
- ↪ Γύρισε στο σπίτι με το βραδάκι.
- ↪ Να κάνομε διακοπές 10 με 20 του μήνα;
- ποσό, αντάλλαγμα
- ↪ πληρώνομε με ευρώ
- αντίθεση, εναντίωση (ισοδυναμεί με το παρά)
- ↪ με τόσες δυσκολίες είναι αξιοπρεπής
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
[επεξεργασία]με
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] (για όλες τις σημασίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
[επεξεργασία]με
- (προσωπική αντωνυμία) α΄ πρόσωπο αιτιατική ενικού του ἐγώ
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]η προσωπική αντωνυμία | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
α' πρόσωπο | β' πρόσωπο | γ' πρόσωπο | ||||
πτώσεις | ενικός | |||||
ονομαστική | ἐγώ | σύ | — | |||
γενική | ἐμοῦ, μου | σοῦ, σου | (οὗ) | |||
δοτική | ἐμοί, μοι | σοί, σοι | οἷ, οἱ | |||
αιτιατική | ἐμέ, με | σέ, σει | (ἕ) | |||
κλητική | (οὗτος) | (αὕτη) | — | |||
πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | ἡμεῖς | ὑμεῖς | (σφεῖς) | |||
γενική | ἡμῶν | ὑμῶν | (σφῶν) | |||
δοτική | ἡμῖν | ὑμῖν | (σφίσι(ν)) | |||
αιτιατική | ἡμᾶς | ὑμᾶς | (σφᾶς) | |||
κλητική | — | — | — | |||
πτώσεις | δυϊκός | |||||
α' πρόσωπο | β' πρόσωπο | γ' πρόσωπο | ||||
ονομαστ.αιτιατ. | νώ, νῶϊ | σφώ, σφῶϊ | — | |||
γενική-δοτική | νῷν | σφῷν | — | |||
Παράρτημα:Γραμματική: Αντωνυμίες |