εγώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐγώ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εγώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἐγώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐γώ
 

Αντωνυμία[επεξεργασία]

εγώ

  • (προσωπική αντωνυμία) εκφράζει το πρόσωπο το οποίο μιλά
    Εγώ σου είπα τι πιστεύω. Εσύ κάνε όπως νομίζεις.

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Προσωπικές αντωνυμίες
Α' πρόσωπο Β' πρόσωπο Γ' πρόσωπο
ενικός
Πτώση αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική εγώ εσύ αυτός & τος αυτή & τη αυτό & το
γενική εμένα & (εμού) & μου εσένα & σου αυτού & του αυτής & της αυτού & του
αιτιατική εμένα & με εσένα & σε αυτόν & τον αυτή(ν) & τη(ν) αυτό & το
κλητική - εσύ - - -
πληθυντικός
ονομαστική εμείς εσείς αυτοί & τοι αυτές & τες αυτά & τα
γενική εμάς & μας εσάς & σας αυτών & τους αυτών & τους αυτών & τους
αιτιατική εμάς & μας εσάς & σας αυτούς & τους αυτές & τες/τις αυτά & τα
κλητική - εσείς - - -

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εγώ ουδέτερο άκλιτο

  1. ο εαυτός μου, το είναι μου, η συνείδησή μου
    το εγώ του ανθρώπου έχει μελετηθεί από τη φιλοσοφία και την ψυχολογία
  2. ο εγωισμός
    έχει ένα εγώ πολύ ανεπτυγμένο
  3. (ψυχολογία) το Εγώ
    το Εγώ λύνει τις συγκρούσεις με το Αυτό και το Υπερεγώ με τη βοήθεια ασυνείδητων αμυντικών ψυχικών μηχανισμών

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]