εαυτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εαυτός < αρχαία ελληνική ἑαυτοῦ

Αντωνυμία[επεξεργασία]

εαυτός

  1. (αυτοπαθής αντωνυμία) που σημαίνει το άτομο, το εγώ κάποιου
    Κοιτάει μόνο τον εαυτό του
  2. (ουσιαστικοποιημένο) το συνειδητό εγώ

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • είναι εκτός εαυτού ( είναι έξαλλος)
  • <σήμερα> δεν είναι ο εαυτός του (κάτι έχει και συμπεριφέρεται περίεργα ή απρόβλεπτα)


Δείτε επίσης[επεξεργασία]


πτώση ενικός α΄προσώπου β΄προσώπου γ' προσώπου
ονομαστική ο εαυτός μου ο εαυτός σου ο εαυτός του
γενική του εαυτού μου του εαυτού σου του εαυτού του
αιτιατική τον εαυτό μου τον εαυτό σου τον εαυτό του
πτώση πληθυντικός
ονομαστική ο εαυτός μας και οι εαυτοί μας ο εαυτός σας και οι εαυτοί σας ο εαυτός τους και οι εαυτοί τους/των (λόγιο)
γενική του εαυτού μας και των εαυτών μας του εαυτου σας και των εαυτών σας του εαυτού τους και των εαυτών τους/των (λόγιο)
αιτιατική τον εαυτό μας και τους εαυτούς μας τον εαυτό σας και τους εαυτούς σας τον εαυτό τους και τους εαυτούς τους/των (λόγιο)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]