ουσιαστικοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ουσιαστικοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ουσιαστικοποιώ. Μορφολογικά αναλύεται σε ουσιαστικο- + ποιημένος < ποιώ.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /u.si.a.sti.ko.pi.iˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ου‐σι‐α‐στι‐κο‐ποι‐η‐μέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]ουσιαστικοποιημένος, -η, -ο
- (γραμματική) για οποιοδήποτε μέρος του λόγου έχει μετατραπεί σε ουσιαστικό
- ↪ παραδειγματα
- Η λέξη «μαθηματικά» είναι ουσιαστικοποιημένο επίθετο στον πληθυντικό και αποκτά διαφορετική σημασία από το «μαθηματικός».
- Ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Τα μαθηματικά είναι δύσκολο μάθημα.
- Ως επίθετο: μαθηματικά προβλήματα, μαθηματικό μυαλό.
- Ουσιαστικοποιημένη μετοχή: Υπάρχουν δέκα αγνοούμενοι. (εννοείται: άνθρωποι)
- Ουσιαστικοποιημένη προστακτική με άρθρο: Έγινε το σώσε!
- ↪ παραδειγματα
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις ουσιαστικό, ουσία και ποιώ
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- επιθετικοποιημένος
- ονοματοποιημένος διαφορετικό από το ονοματοποίηση
- → δείτε και τον αγγλικό όρο nominalise
- για τους συντάκτες: πρότυπο
{{ουσ}}
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ουσιαστικοποιημένος
Πηγές
[επεξεργασία]- ουσιαστικοποιημένος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ουσιαστικοποιώ, ουσιαστικοποιημένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- επιθετική, ουσιαστικοποιημένη μετοχή @ebooks.edu.gr Συντακτικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας Γυμνασίου