ουσιαστικοποιημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ουσιαστικοποιημένος η ουσιαστικοποιημένη το ουσιαστικοποιημένο
      γενική του ουσιαστικοποιημένου της ουσιαστικοποιημένης του ουσιαστικοποιημένου
    αιτιατική τον ουσιαστικοποιημένο την ουσιαστικοποιημένη το ουσιαστικοποιημένο
     κλητική ουσιαστικοποιημένε ουσιαστικοποιημένη ουσιαστικοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ουσιαστικοποιημένοι οι ουσιαστικοποιημένες τα ουσιαστικοποιημένα
      γενική των ουσιαστικοποιημένων των ουσιαστικοποιημένων των ουσιαστικοποιημένων
    αιτιατική τους ουσιαστικοποιημένους τις ουσιαστικοποιημένες τα ουσιαστικοποιημένα
     κλητική ουσιαστικοποιημένοι ουσιαστικοποιημένες ουσιαστικοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ουσιαστικοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ουσιαστικοποιώ. Μορφολογικά αναλύεται σε ουσιαστικο- + ποιημένος < ποιώ.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /u.si.a.sti.ko.pi.iˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ου‐σι‐α‐στι‐κο‐ποι‐η‐μέ‐νος

Μετοχή[επεξεργασία]

ουσιαστικοποιημένος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις ουσιαστικό, ουσία και ποιώ

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]