ουσιαστικοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ουσιαστικοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ουσιαστικοποιούμαι < ουσιαστικό + ποιώ κατά το θεοποιημένος, μεγαλοποιημένος κ.α.
Προφορά[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
ουσιαστικοποιημένος -η -ο
- για το μέρος του λόγου που έχει μεταβληθεί πλήρως ή μερικά με το πέρασμα του χρόνου σε ουσιαστικό ενώ πριν ανήκε εξ ολοκλήρου σε άλλη κατηγορία λέξεων. Πολλές φορές η πρώτη χρήση χάνεται τελείως, ενώ άλλες φορές παραμένει ζωντανή στη γλώσσα για διαφορετικές εκφραστικές ανάγκες
- Η λέξη μαθηματικά στις φράσεις έχουμε μαθηματικά και η επιστήμη των μαθηματικών είναι ουσιαστικό και αποτελεί ουσιαστικοποιημένο επίθετο. Το επίθετο χρησιμοποιείται όμως ευρύτατα π.χ. μαθηματικά προβλήματα, μαθηματικό μυαλό κ.λπ.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ουσιαστικοποιημένος