επιθετικοποιημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιθετικοποιημένος η επιθετικοποιημένη το επιθετικοποιημένο
      γενική του επιθετικοποιημένου της επιθετικοποιημένης του επιθετικοποιημένου
    αιτιατική τον επιθετικοποιημένο την επιθετικοποιημένη το επιθετικοποιημένο
     κλητική επιθετικοποιημένε επιθετικοποιημένη επιθετικοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιθετικοποιημένοι οι επιθετικοποιημένες τα επιθετικοποιημένα
      γενική των επιθετικοποιημένων των επιθετικοποιημένων των επιθετικοποιημένων
    αιτιατική τους επιθετικοποιημένους τις επιθετικοποιημένες τα επιθετικοποιημένα
     κλητική επιθετικοποιημένοι επιθετικοποιημένες επιθετικοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιθετικοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος επιθετικοποιώ. Μορφολογικά αναλύεται σε επιθετικ(ός) + -ο- + ποιημένος < ποιώ.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.pi.θe.ti.ko.pi.iˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐θε‐τι‐κο‐ποι‐η‐μέ‐νος

Μετοχή[επεξεργασία]

επιθετικοποιημένος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις επίθετο, θέτω και ποιώ

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]