παρακείμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρακείμενος < αρχαία ελληνική παρακείμενος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρακείμενος αρσενικό
- (γραμματική) χρόνος ρήματος που φανερώνει ότι αυτό που σημαίνει το ρήμα έχει γίνει στο παρελθόν, αλλά το αποτέλεσμα εξακολουθεί να υπάρχει στο παρόν∙ σχηματίζεται περιφραστικά με το ρήμα έχω
- ο παρακείμενος του ρήματος «βλέπω» είναι «έχω ιδεί» ή «έχω δει»
Μετοχή[επεξεργασία]
παρακείμενος, -η, -ο
- που βρίσκεται δίπλα σε κάτι άλλο, ο διπλανός
- η φωτιά προκάλεσε μικρές ζημιές και στα παρακείμενα καταστήματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρακείμενος
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρακείμενος αρσενικό
ένας από τους αρκτικούς χρόνους των ρημάτων που δηλώνει ότι το σημαινόμενο είναι τετελεσμένο και ότι εξακολουθεί να υπάρχει και στο παρόν. «γέγραφα επιστολήν».
«Τόν καλόν ἀγῶνα ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα· λοιπὸν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὃν ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὁ δίκαιος κριτής, οὐ μόνον δὲ ἐμοὶ, ἀλλὰ καὶ πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι.» Επιστολή Β΄ προς Τιμόθεον 4.7-8
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρακείμενος