τηρώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τηρώ < αρχαία ελληνική τηρέω
- τηρώ < μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική τηρέω που μεταπλάστηκε κατά τα ρήματα σε -άω
Ρήμα 1[επεξεργασία]
τηρώ
- (για νόμους, κανόνες, όρους, συνήθειες κλπ) κρατώ, εφαρμόζω, συμμορφώνομαι με
- τηρεί τους νόμους, είναι νομοταγής
- επιβλέπω την εφαρμογή (νόμων)
- δύο αστυνομικοί τηρούσαν την τάξη
- (για βιβλία καταγραφής) κρατώ, έχω και συμπληρώνω τακτικά
- κάθε επιχείρηση υποχρεούται να τηρεί λογιστικά βιβλία
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τηρώ
Ρήμα 2[επεξεργασία]
τηρώ και τηράω