follow

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας follow
γ΄ ενικό ενεστώτα follows
αόριστος followed
παθητική μετοχή followed
ενεργητική μετοχή following

Ρήμα[επεξεργασία]

follow (en)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]