συντηρώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: συντηρῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συντηρώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συντηρῶ (διατηρώ), συνηρημένος τύπος του συντηρέω < συν- + τηρέω / τηρῶ (τηρώ)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sin.diˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐ντη‐ρώ
παλιότερος συλλαβισμός: συν‐τη‐ρώ

συντηρώ, πρτ.: συντηρούσα, αόρ.: συντήρησα, παθ.φωνή: συντηρούμαι, μτχ.π.ε.: συντηρούμενος, π.αόρ.: συντηρήθηκα, μτχ.π.π.: συντηρημένος

  1. διατηρώ ένα αντικείμενο (όπως τρόφιμα ή μηχανή) σε καλή κατάσταση
    ⮡  Εξειδικευμένοι τεχνίτες της εταιρείας μας συντηρούν και επισκευάζουν το αυτοκίνητό σας.
  2. ενεργώ έτσι ώστε ένα φαινόμενο να συνεχίσει να εκδηλώνεται
    ⮡  Οι τελευταίες φήμες συντηρούν το κλίμα του τρόμου.
  3. ξοδεύω χρήματα για τη διαβίωση ενός άλλου ανθρώπου
    ⮡  Είναι άνεργος και τον 'συντηρεί η γυναίκα του.
  4. ξοδεύω χρήματα για να διατηρώ σε καλή κατάσταση ένα πράγμα
    ⮡  Για να μπορείς να συντηρείς ένα τέτοιο σπίτι, πρέπει να είσαι πλούσιος.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις συν και τηρώ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]