maintain
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | maintain |
γ΄ ενικό ενεστώτα | maintains |
αόριστος | maintained |
παθητική μετοχή | maintained |
ενεργητική μετοχή | maintaining |
Ρήμα
[επεξεργασία]maintain (en)
- διατηρώ, συντηρώ
- ↪ They are maintaining public order.
- Διατηρούν τη δημόσια τάξη.
- ↪ Buildings, when they are not maintained, they quickly fall into disrepair.
- Τα κτίρια, όταν δε συντηρούνται, καταστρέφονται γρήγορα.
- ↪ a poorly-maintained/well-maintained house - σπίτι κακοσυντηρημένο/καλοσυντηρημένο
- ↪ They are maintaining public order.
- ισχυρίζομαι, δηλώνω ότι κάτι είναι αληθές