maintain
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
maintain (en)
- διατηρώ, συντηρώ
- ισχυρίζομαι, δηλώνω ότι κάτι είναι αληθές