maintain

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας maintain
γ΄ ενικό ενεστώτα maintains
αόριστος maintained
παθητική μετοχή maintained
ενεργητική μετοχή maintaining

maintain (en)

  1. διατηρώ, συντηρώ
    They are maintaining public order.
    Διατηρούν τη δημόσια τάξη.
    Buildings, when they are not maintained, they quickly fall into disrepair.
    Τα κτίρια, όταν δε συντηρούνται, καταστρέφονται γρήγορα.
    a poorly-maintained/well-maintained house - σπίτι κακοσυντηρημένο/καλοσυντηρημένο
  2. ισχυρίζομαι, δηλώνω ότι κάτι είναι αληθές
    He maintained he was innocent.
    Ισχυριζόταν ότι ήταν αθώος.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη contend