συντήρηση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συντήρηση | οι | συντηρήσεις |
γενική | της | συντήρησης* | των | συντηρήσεων |
αιτιατική | τη | συντήρηση | τις | συντηρήσεις |
κλητική | συντήρηση | συντηρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συντηρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συντήρηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συντήρη(σις) + -ση.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε συν- + τήρηση (τηρώ)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /sinˈdi.ɾi.si/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συντήρηση θηλυκό
- διατήρηση πράγματος σε καλή κατάσταση
- η συντήρηση του αυτοκινήτου είναι υποχρεωτική για λόγους ασφαλείας
- (έργα τέχνης) επισκευή και αποκατάσταση των φθορών
- για τα μνημεία της Ακρόπολης υπάρχει πρόγραμμα διαρκούς συντήρησης
- (για τρόφιμα) προστασία, διατήρηση τροφίμων
- η συντήρηση τροφίμων είναι ειδικός επιστημονικός κλάδος
- (μεταφορικά) η διατήρηση στη ζωή, η οικονομική επιβίωση
- (πολιτική, ιδεολογία - περιληπτικό, χωρίς πληθυντικό)
- ο συντηρητισμός
- το σύνολο των συντηρητικών δυνάμεων
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συντήρηση
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ συντήρηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συν- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)