ψυγείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψυγείο | τα | ψυγεία |
γενική | του | ψυγείου | των | ψυγείων |
αιτιατική | το | ψυγείο | τα | ψυγεία |
κλητική | ψυγείο | ψυγεία | ||
όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψυγείο < (λόγιο) ελληνιστική κοινή ψυγεῖον (παγωνιέρα) < ψύχω (κρυώνω κάτι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψυγείο ουδέτερο
- (συσκευή) συσκευή για την συντήρηση φαγητού μέσω ψύξης, συνήθως ηλεκτρική
- ↪ βάλε τη μακαρονάδα στο ψυγείο αν δεν τη θέλεις τώρα
- ειδικό φορτηγό το οποίο μεταφέρει κρέτατα απ' το σφαγείο στον τόπο πώλησής τους
- πλοίο ειδικού τύπου.
- (αυτοκίνητο) ειδικός μηχανισμός ο οποίος διατηρεί την ψύξη στη μηχανή των αυτοκινήτων
- (μεταφορικά)
- ψυχρός χώρος
- ↪ το δωμάτιο αυτό είναι ψυγείο
- η ψυχρή αντίδραση ή ατμόσφαιρα
- ψυχρός χώρος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- στο ψυγείο: ζήτημα που σκόπιμα παραμένει στάσιμο
- ↪ είναι μια δημοσιογραφική έρευνα που μπήκε στο ψυγείο, έμεινε αδημοσίευτη και η υπόθεση θάφτηκε
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
ψυγείο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψυγείο
Πηγές[επεξεργασία]
- «ψυγείο» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.