συσκευή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συσκευή | οι | συσκευές |
γενική | της | συσκευής | των | συσκευών |
αιτιατική | τη | συσκευή | τις | συσκευές |
κλητική | συσκευή | συσκευές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συσκευή < ελληνιστική κοινή συσκευή < σύν + σκευή ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) appareil)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.scɛ.ˈvi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συσκευή θηλυκό
- κατασκευή που αποτελείται από διάφορα επιμέρους εξαρτήματα ή μηχανισμούς και εκτελεί μια συγκεκριμένη λειτουργία ή εργασία
- (πληροφορική) device: είναι ηλεκτρονική κατασκευή, που συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με την κεντρική μονάδα επεξεργασίας (CPU) και την κεντρική μνήμη ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή και παρέχει ή δέχεται δεδομένα
- Διακρίνονται σε συσκευές εισόδου, εξόδου, εισόδου και εξόδου και περιφερειακές συσκευές
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- συσκευή αποθήκευσης
- συσκευή δικτύου
- συσκευή εισόδου, συσκευή εισαγωγής
- συσκευή κατάδειξης
- συσκευή χειρός
- τερματική συσκευή δεδομένων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συσκευή
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | συσκευή | συσκευά | συσκευαί |
Γενική | συσκευῆς | συσκευαῖν | συσκευῶν |
Δοτική | συσκευῇ | συσκευαῖν | συσκευαῖς |
Αιτιατική | συσκευήν | συσκευά | συσκευάς |
Κλητική | συσκευή | συσκευά | συσκευαί |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συσκευή θηλυκό