λειτουργία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λειτουργία < αρχαία ελληνική λειτουργία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /li.tuɾˈʝi.a/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λειτουργία θηλυκό
- ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο εργάζεται ένα οργανωμένο σύστημα προκειμένου να επιτύχει το σκοπό του
- η συνεργασία όλων μας είναι απαραίτητη για την καλή λειτουργία της υπηρεσίας μας
- ο ιδιαίτερος ρόλος που παίζει ένα μέρος ενός συστήματος, π.χ. το εξάρτημα μιας μηχανής ή ο τομέας ενός οργανισμού ή το όργανο του σώματος
- η λειτουργία της καρδιάς είναι να τροφοδοτεί τον οργανισμό με αίμα
- η λειτουργία της δευτερεύουσας πρότασης ως αντικειμένου του ρήματος
- η κατάσταση στην οποία βρίσκεται μία μηχανή όταν δουλεύει
- πάτησε ένα κουμπί και έθεσε τον κινητήρα σε λειτουργία
- η κατάσταση στην οποία βρίσκεται μία υπηρεσία ή ένα κατάστημα όταν εργάζεται, είναι ανοιχτό και δέχεται πελάτες
- ώρες λειτουργίας των καταστημάτων
- (θρησκεία) λατρευτική ιεροτελεστία της Εκκλησίας με κέντρο το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας
- Υπερώνυμα: ακολουθία
- (ιστορία) (Αρχαία Αθήνα) τιμητικός τρόπος φορολόγησης των πλούσιων πολιτών, μέσω της υποχρέωσής τους να αναλάβουν και να χρηματοδοτήσουν έργα δημοσίου συμφέροντος, όπως διπλωματικές αποστολές, θεατρικές παραστάσεις, ναυπήγηση πολεμικών πλοίων
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ο τρόπος εργασίας ενός συστήματος ή ενός μέρους του
ο ιδιαίτερος ρόλος που παίζει ένα μέρος ενός συστήματος
θρησκευτική ιεροτελεστία
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | λειτουργίᾱ | αἱ | λειτουργίαι |
γενική | τῆς | λειτουργίᾱς | τῶν | λειτουργιῶν |
δοτική | τῇ | λειτουργίᾳ | ταῖς | λειτουργίαις |
αιτιατική | τὴν | λειτουργίᾱν | τὰς | λειτουργίᾱς |
κλητική ὦ! | λειτουργίᾱ | λειτουργίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λειτουργίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λειτουργίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λειτουργία < λειτουργός < λήϊτον (< λαός) + ἔργον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λειτουργία θηλυκό
- υπηρεσία προς τον δήμο
- (ιστορία) πολυέξοδη υπηρεσία που αναλάμβαναν οι πλουσιότεροι των πολιτών (γυμνασιαρχία, χορηγία, ἑστίασις, ἀρχιθεωρία, τριηραρχία κ.ά.)
- βοήθεια
- (θρησκεία) υπηρεσία προς τον θεό
- (θρησκεία) δημόσια λατρεία των θεών
- (ελληνιστική κοινή) (μεσαιωνική ελληνική) (θρησκεία) Θεία Λειτουργία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ιστορία (αρχαία ελληνικά)
- Θρησκεία (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Θρησκεία (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)