messe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
messe | messes |
messe (fr) θηλυκό
- (θρησκεία) η ακολουθία, η (θεία) λειτουργία