messe
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
messe | messes |
messe (fr) θηλυκό
- (θρησκεία) η ακολουθία, η (θεία) λειτουργία
![]() |
ενικός | πληθυντικός |
messe | messes |
messe (fr) θηλυκό