ακολουθία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακολουθία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκολουθία (πομπή, συνοδεία) < ἀκόλουθος
- για τη σημασία «σειρά σκέψης» < σημασία στην ελληνιστική κοινή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακολουθία θηλυκό
- η λογική σειρά σκέψης, λόγου και πράξης, η συνεχής και συνεκτική διαδοχή τους
- ↪ το κείμενό σου δεν έχει ακολουθία, άρα δε θα πείσει
- η ομάδα ανθρώπων που ακολουθεί ή συνοδεύει σημαντικά (συνήθως) πρόσωπα
- (γραμματική) ακολουθία των χρόνων: η συντακτική σχέση και συμφωνία των ρημάτων ανάμεσα την κύρια και τη δευτερεύουσα (εξαρτημένη) πρόταση που καθορίζεται από κανόνες
- ↪ σύμφωνα με την ακολουθία των χρόνων, η δευτερεύουσα εκφέρεται με Ευκτική του πλαγίου λόγου, διότι εξαρτάται από ρήμα ιστορικού χρόνου
- διάταξη εννοιών, πραγμάτων υλικών ή άυλων, γεγονότων, κλπ σε συγκεκριμένη σειρά.
- (θρησκεία) η ιεροτελεστία με λατρευτικό χαρακτήρα, τακτική ή έκτακτη, που καθορίζεται από το τυπικό της Εκκλησίας και σχετίζεται με τη Θεία Λειτουργία
- ↪ οι ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας έχουν κατανυκτικό χαρακτήρα
- (μαθηματικά) κάθε συνάρτηση που έχει σαν πεδίο ορισμού το σύνολο των φυσικών αριθμών
- (πληροφορική) κατηγορία δομών δεδομένων (data structures) που έχουν χαρακτηριστικά ακολουθίας, όπως ο πίνακας (array), η λίστα (list), η πλειάδα (tuple), η συμβολοσειρά (string), κλπ[1]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη ακόλουθος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακολουθία των χρόνων
ιεροτελεστία
[επεξεργασία]
- ↑ Stavros Komineas, «Ακολουθίες - Μαθήματα Python», Department of Mathematics and Applied Mathematics, University of Crete. Προσπέλαση 2019-12-08
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)