service

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
service services

Ετυμολογία [επεξεργασία]

service < (κληρονομημένο) μέση αγγλική servise < παλαιά γαλλική servise < λατινική servitium (δουλεία, εξυπηρέτηση) < servus (δούλος)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsɜːvɪs/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈsɝvɪs/ (αμερικανικό)
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

service (en)

  1. η υπηρεσία, το σέρβις, η δούλεψη
  2. (στρατιωτικός όρος) η θητεία
  3. (πληροφορική) η υπηρεσία, που παρέχεται από τη λειτουργία ενός προγράμματος, ενός εξυπηρετητή (server), κλπ.[2]
    υπώνυμα: Web service

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

(πληροφορική)

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. «σέρβις» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. «υπηρεσία» από αναζήτηση «service» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
service services

Ετυμολογία [επεξεργασία]

service < λατινική servitium (δουλεία, εξυπηρέτηση) < servus (δούλος)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sɛʁˈvis/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

service (fr) αρσενικό

  1. η υπηρεσία, το σέρβις
  2. η εξυπηρέτηση, η δούλεψη
  3. (αθλητισμός) το σερβίς, το σερβίρισμα μιας μπάλας
  4. (στρατιωτικός όρος) η θητεία
  5. η βάρδια

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. «σέρβις» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]