υπηρεσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπηρεσία | οι | υπηρεσίες |
γενική | της | υπηρεσίας | των | υπηρεσιών |
αιτιατική | την | υπηρεσία | τις | υπηρεσίες |
κλητική | υπηρεσία | υπηρεσίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπηρεσία < αρχαία ελληνική ὑπηρεσία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπηρεσία θηλυκό
- η προσφορά έργου για έναν σκοπό
- ο επιστήμονας αυτός τιμήθηκε για τις υπηρεσίες του στην ανθρωπότητα
- τομέας της δημόσιας διοίκησης, δημόσια υπηρεσία
- η υπηρεσία μας θα παραμείνει κλειστή για το κοινό τις επόμενες δύο ημέρες
- η εργασία στη δημόσια διοίκηση
- επανήλθε στην ενεργό υπηρεσία μετά από μακρά ασθένεια
- (πληθυντικός) ο τριτογενής τομέας των οικονομικών δραστηριοτήτων
- η εργασία που ανατίθεται περιοδικά σε υπαλλήλους πέραν του συνηθισμένου ωραρίου
- (στρατιωτικός όρος) (αργκό) η σκοπιά και άλλες υπηρεσίες
- (προφορικό) η υπηρέτρια
- (πληροφορική) το αποτέλεσμα που λαμβάνει ένα πρόγραμμα, μιά μηχανή από την λειτουργία ενός άλλου προγράμματος ή μηχανής
- υπώνυμα: διαδικτυακή υπηρεσία