υπηρέτρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπηρέτρια οι υπηρέτριες
      γενική της υπηρέτριας των υπηρετριών
    αιτιατική την υπηρέτρια τις υπηρέτριες
     κλητική υπηρέτρια υπηρέτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπηρέτρια < αρχαία ελληνική ὑπηρέτρια < ὑπηρέτης + -τρια

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.piˈɾe.tɾi.a/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υπηρέτρια θηλυκό (αρσενικό υπηρέτης)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]