maid
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
maid (en)
- (ποιητικό) κορίτσι, ανύπαντρη κοπέλα
- υπηρέτριαή καθαρίστρια