Μετάβαση στο περιεχόμενο

καθαρίστρια

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: εκκαθαρίστρια
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καθαρίστρια οι καθαρίστριες
      γενική της καθαρίστριας των καθαριστριών
    αιτιατική την καθαρίστρια τις καθαρίστριες
     κλητική καθαρίστρια καθαρίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καθαρίστρια < καθαρίζω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καθαρίστρια θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]