αιτιατική
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αιτιατική < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αἰτιατική (εννοείται πτῶσις) < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου αἰτιατικός[1] < αἰτιατόν[2] θεωρώντας το αντικείμενο της πράξης που αποδίδεται σε ένα ρήμα ως «αίτιο»
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.ti.a.tiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐τι‐α‐τι‐κή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αιτιατική θηλυκό
- (γραμματική) μια από τις πτώσεις των ονομάτων, εκείνη στην οποία τίθεται συνηθέστερα ένα όνομα όταν αποτελεί το άμεσο αντικείμενο· χρησιμοποιείται επίσης ως επιρρηματικός προσδιορισμός και μετά από συγκεκριμένες προθέσεις
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ αιτιατική - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)