ισπανικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ισπανικά | ||
γενική | των | ισπανικών | ||
αιτιατική | τα | ισπανικά | ||
κλητική | ισπανικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ισπανικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ισπανικός, στον πληθυντικό
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.spa.niˈka/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ισπανικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ισπανικά
Επίρρημα
[επεξεργασία]ισπανικά
- χρησιμοποιώντας την ισπανική γλώσσα
- σύμφωνα με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του ισπανικού λαού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ισπανικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ισπανικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ισπανικός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)