επίθετο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | επίθετο | τα | επίθετα |
γενική | του | επιθέτου | των | επιθέτων |
αιτιατική | το | επίθετο | τα | επίθετα |
κλητική | επίθετο | επίθετα | ||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- επίθετο < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική ἐπίθετον, ουδέτερο του ἐπίθετος < ρήμα ἐπιτίθημι, (προσθέτω κάτι)
- για το επώνυμο < αρχαία ελληνική σημασία: πρόσθετος, ελληνιστική φράση «ἐπίθετον ὄνομα», σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική surnom [1]
- για τη λέξη που συνοδεύει όνομα < (λόγιο δάνειο) γαλλική épithète ή από epitheton (νεολατινική)
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈpi.θe.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πί‐θε‐το
- ομόηχο: επείθετο
Ουσιαστικό
επίθετο ουδέτερο
- (γραμματική) κλιτή λέξη που χαρακτηρίζει το ουσιαστικό, φανερώνοντας κάποια ποιότητα ή ιδιότητά του
- ουσιαστικό ή επίθετο που συνοδεύει συχνά το όνομα κάποιου
- ↪ ένα ομηρικό επίθετο του Δία είναι «νεφεληγερέτης»
- → δείτε και τις λέξεις προσωνύμιο, μετωνυμία και αντονομασία
- → δείτε επώνυμο
Μεταφράσεις
μέρος τους λόγου (γραμματική)
οικογενειακό όνομα
→ δείτε τη λέξη επώνυμο |
Ετυμολογία 2
- επίθετο: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επίθετο
- (αρσενικό) επίθετος, στην αιτιατική του ενικού
- ουδέτερο του επίθετος, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του ενικού
- ↑ «επίθετο» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο'
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)