epithet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
epithet | epithets |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
epithet (en)
- η προσωνυμία, το προσωνύμιο (όπως το χαρακτηριστικό επίθετο για έναν αρχαίο θεό)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- δε σημαίνει επώνυμο (οικογενειακό όνομα)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- epithet στην αγγλική Βικιπαίδεια