Μετάβαση στο περιεχόμενο

όνομα

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ὄνομα, Κατηγορία:Ονομασίες, Κατηγορία:Ονόματα, Κατηγορία:Επώνυμα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το όνομα τα ονόματα
      γενική του ονόματος των ονομάτων
    αιτιατική το όνομα τα ονόματα
     κλητική όνομα ονόματα
δοτική ενικού ονόματι (ὀνόματι)
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
όνομα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὄνομα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁nḗh₃mn̥

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈo.no.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: όνομα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

όνομα ουδέτερο

  1. η λέξη με την οποία αποκαλείται ένας άνθρωπος, ή ζώο ή ένας τόπος
    1. (για ανθρώπους)
       δείτε μικρό όνομα, το βαφτιστικό
        Του έδωσαν το όνομα του παππού του, Παύλος.
       δείτε επώνυμο, επίθετο, οικογενειακό όνομα, πατρικό
        Το όνομα της οικογένειας Κολοκοτρώνη ήταν ένα παρατσούκλι.
        Ποιο είναι το πατρικό όνομα της μητέρας σου;
      (γενικότερα) το ονοματεπώνυμο
  2. (μεταφορικά) η καλή ή κακή φήμη
      Έχει βγάλει κακό όνομα.
      Του βγήκε τ' όνομα.
  3. (γραμματική) όρος που περιλαμβάνει τα ουσιαστικά και τα επίθετα
      μέρος λόγου: όνομα ουσιαστικό (κύριο ή προσηγορικό), μέρος λόγου: όνομα επίθετο
  4. (προγραμματισμός) το αναγνωριστικό, λέξη με την οποία ταυτοποιείται μία οντότητα (εντολή, μεταβλητή, συνάρτηση, κλπ) σε μια γλώσσα προγραμματισμού
     δείτε τις λέξεις δεσμευμένο αναγνωριστικό και δεσμευμένη λέξη

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παροιμίες

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
ονομ- 

επίσης, σύνθετα

με ωμέγα (συνθετική έκταση) σε σύνθετα του αιολικού ὄνυμα

όπως ενδεικτικά

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]