ψευδώνυμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψευδώνυμο τα ψευδώνυμα
      γενική του ψευδωνύμου
ψευδώνυμου
των ψευδωνύμων
    αιτιατική το ψευδώνυμο τα ψευδώνυμα
     κλητική ψευδώνυμο ψευδώνυμα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψευδώνυμο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pseudonyme < αρχαία ελληνική ψευδώνυμος. [1] Μορφολογικά, ψευδ- + -ώνυμο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pseˈvðo.ni.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψευδ‐ώ‐νυ‐μο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψευδώνυμο ουδέτερο

  • πλαστό όνομα ή ονοματεπώνυμο που επιλέγεται συνήθως από συγγραφείς και καλλιτέχνες, όταν δε θέλουν να χρησιμοποιούν το πραγματικό τους όνομα
    «Ελύτης» ήταν το ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]