ψευδώνυμο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψευδώνυμο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pseudonyme < αρχαία ελληνική ψευδώνυμος. [1] Μορφολογικά, ψευδ- + -ώνυμο
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pseˈvðo.ni.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψευδ‐ώ‐νυ‐μο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψευδώνυμο ουδέτερο
- πλαστό όνομα ή ονοματεπώνυμο που επιλέγεται συνήθως από συγγραφείς και καλλιτέχνες, όταν δε θέλουν να χρησιμοποιούν το πραγματικό τους όνομα
- ⮡ «Ελύτης» ήταν το ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλη
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις ψευδώνυμος, ψευδής και όνομα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ψευδώνυμο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ψευδ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ώνυμο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)