name

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /neɪm/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
name names

name (en)

  1. όνομα
  2. επώνυμο
  3. (μεταφορικά) το όνομα, η καλή ή κακή φήμη
  4. (πληροφορική) αναγνωριστικό, το όνομα μεταβλητής, συνάρτησης, κλπ. (βλ. identifier)
    ※  A name is a label that is used to distinguish one thing from another. [1]
    Το όνομα είναι μια ετικέτα που χρησιμοποιείται για να ξεχωρίσει το ένα πράγμα από το άλλο.

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας name
γ΄ ενικό ενεστώτα names
αόριστος named
παθητική μετοχή named
ενεργητική μετοχή naming

name (en)

  1. ονομάζω, βγάζω
    We will name him Peter, after his grandfather.
    Θα το βγάλουμε Πέτρο, όπως τον παππού του.
     συνώνυμα: call
  2. κατονομάζω, αναφέρω, λέω το όνομα κάποιου ή κάτι
    I am not going to name my sources.
    Δε θα κατονομάσω τις πηγές μου.
    He could not even name one city.
    Δεν μπόρεσε να αναφέρει ούτε μια πόλη.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη identify
  3. ορίζω, δηλώνω κάτι ακριβώς
    Name the day/your price.
    Όρισε την ημέρα/την τιμή που θέλεις.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη determine
  4. διορίζω, επιλέγω κάποιον για δουλειά ή κάποια ευθύνη
    The President named him (as) his chief advisor.
    Ο Πρόεδρος τον διόρισε πρώτο σύμβουλό του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη appoint

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. (αγγλικά) What is a Computer Hostname?, από whatismyipaddress.com. Αρχειοθέτηση 2020-07-21. Προσπέλαση 2020-07-30.

Πηγές[επεξεργασία]