drag through the mud
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
drag through the mud (en)
- (ιδιωματισμός, ανεπίσημο) καταστρέφω τη φήμη κάποιου, επικρίνω κάποιον δημόσια, με άδικο τρόπο
- ↪ She dragged his name through the mud.
- Κατέστρεψε τη φήμη του.
- ↪ She dragged his name through the mud.