καταστρέφω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταστρέφω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καταστρέφω (αρχαία σημασία: ανατρέπω).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε κατα- + στρέφω

Ρήμα[επεξεργασία]

καταστρέφω (παθητική φωνή: καταστρέφομαι)

  • προξενώ ζημιές σε κάτι
    Με μεγάλο αριθμητικό μειονέκτημα ο εχθρικός στρατός καταστράφηκε

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]