καταστρεπτικά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]καταστρεπτικά < καταστρεπτικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]καταστρεπτικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καταστρεπτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]καταστρεπτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καταστρεπτικό