εξοντώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξοντώνω < εξ- + ον (γενική: όντος) + -ώνω ( μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική anéantir)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.ksonˈdo.no/

εξοντώνω (παθητική φωνή: εξοντώνομαι)

  1. θανατώνω, σκοτώνω
  2. καταστρέφω
  3. ζημιώνω
  4. κουράζω, εξουθενώνω, φθείρω (σωματικά ή ψυχικά)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]