εξουθενώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξουθενώνω < αρχαία ελληνική ἐξουθενῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]εξουθενώνω (παθητική φωνή εξουθενώνομαι)
- μειώνω την σωματική ή/και την ψυχική δύναμη κάποιου άλλου
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξουθενώνω | εξουθένωνα | θα εξουθενώνω | να εξουθενώνω | εξουθενώνοντας | |
β' ενικ. | εξουθενώνεις | εξουθένωνες | θα εξουθενώνεις | να εξουθενώνεις | εξουθένωνε | |
γ' ενικ. | εξουθενώνει | εξουθένωνε | θα εξουθενώνει | να εξουθενώνει | ||
α' πληθ. | εξουθενώνουμε | εξουθενώναμε | θα εξουθενώνουμε | να εξουθενώνουμε | ||
β' πληθ. | εξουθενώνετε | εξουθενώνατε | θα εξουθενώνετε | να εξουθενώνετε | εξουθενώνετε | |
γ' πληθ. | εξουθενώνουν(ε) | εξουθένωναν εξουθενώναν(ε) |
θα εξουθενώνουν(ε) | να εξουθενώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξουθένωσα | θα εξουθενώσω | να εξουθενώσω | εξουθενώσει | ||
β' ενικ. | εξουθένωσες | θα εξουθενώσεις | να εξουθενώσεις | εξουθένωσε | ||
γ' ενικ. | εξουθένωσε | θα εξουθενώσει | να εξουθενώσει | |||
α' πληθ. | εξουθενώσαμε | θα εξουθενώσουμε | να εξουθενώσουμε | |||
β' πληθ. | εξουθενώσατε | θα εξουθενώσετε | να εξουθενώσετε | εξουθενώστε | ||
γ' πληθ. | εξουθένωσαν εξουθενώσαν(ε) |
θα εξουθενώσουν(ε) | να εξουθενώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξουθενώσει | είχα εξουθενώσει | θα έχω εξουθενώσει | να έχω εξουθενώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξουθενώσει | είχες εξουθενώσει | θα έχεις εξουθενώσει | να έχεις εξουθενώσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξουθενώσει | είχε εξουθενώσει | θα έχει εξουθενώσει | να έχει εξουθενώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξουθενώσει | είχαμε εξουθενώσει | θα έχουμε εξουθενώσει | να έχουμε εξουθενώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξουθενώσει | είχατε εξουθενώσει | θα έχετε εξουθενώσει | να έχετε εξουθενώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξουθενώσει | είχαν εξουθενώσει | θα έχουν εξουθενώσει | να έχουν εξουθενώσει |
|