Μετάβαση στο περιεχόμενο

εξουθενώνω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξουθενώνω < αρχαία ελληνική ἐξουθενῶ

εξουθενώνω (παθητική φωνή εξουθενώνομαι)

  • μειώνω την σωματική ή/και την ψυχική δύναμη κάποιου άλλου

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]