exhaust
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | exhaust |
γ΄ ενικό ενεστώτα | exhausts |
αόριστος | exhausted |
παθητική μετοχή | exhausted |
ενεργητική μετοχή | exhausting |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
exhaust (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
exhaust | exhausts |
exhaust (en)
- η εξάτμιση