αποστραγγίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποστραγγίζω <

Ρήμα[επεξεργασία]

αποστραγγίζω (παθητική φωνή: αποστραγγίζομαι)

  1. στραγγίζω τελείως
  2. απομακρύνω το νερό (ή άλλα υγρά) από εδάφη με μεγάλη περιεκτικότητα σ' αυτό, κάνοντας τα απαραίτητα τεχνικά έργα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]