drain
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
drain | drains |
drain (fr) αρσενικό
- υπόγειος σωλήνας για την αποστράγγιση των υπογείων υδάτων
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη drainer